πῖφαύσκομαι

πῖφαύσκομαι
πῖφαύσκω, πῖφαύσκομαι (πι-φάϝσκω, φάος): make to shine, make manifest, make known; in the physical sense, φλόγα, κῆλα, Φ 333, Il. 12.280; then met., ἔπος, ἔπεα, φῶτα, Κ 2, Od. 15.518.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πιφαύσκομαι — πιφαύσκω make manifest pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιφαύσκω — και, δ. ανάγν., πιφάσκω Α (ποιητ. τ.) (στο έπος και στη λυρική ποίηση) 1. (το ενεργ και το μέσ.) α) καθιστώ κάτι φανερό, φανερώνω β) καθιστώ κάτι γνωστό, γνωστοποιώ, αποκαλύπτω («ἄσχετα ἔργα πιφαύσκετο δημοτέροισιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. προκηρύσσω 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”